Δημήτρης Τοσίδης, νικητής βραβείου φωτορεπορτάζ Athens Photo World 2021

Βραβείο φωτορεπορτάζ

Athens Photo World 2021

Ο Δημήτρης Τοσίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1986 και κατοικεί εκεί. Σπούδασε στο Τμήμα Καλών Τεχνών/Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο UDK Berlin και παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Risk Communication και Crisis Journalism του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάζεται ως φωτορεπόρτερ στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) και ως ανταποκριτής του EPA, και συνεισφέρει τακτικά στην Deutsche Welle και το XINHUA. Επικεντρώνεται κυρίως σε πολιτικά/κοινωνικά ζητήματα, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό/στα ακραία αθλήματα και στην οπτική αφήγηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για το έργο του, με πιο σημαντικό το βραβείο Migration Media το 2017 και το 2018 για τη δουλειά του σχετικά με την προσφυγική κρίση στην περιοχή των Βαλκανίων.

Διάβα, νομαδικός ποιμαντισμός στην ορεινή Βόρεια Ελλάδα

Η Ποιμενική Κτηνοτροφία, είναι μια πρακτική αιώνων που κρατήθηκε ζωντανή στην χτυπημένη από την κρίση Ελλάδα. Στα ψηλά βουνά της Βόρειας Ελλάδας εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα μια αγροτική πρακτική που ανήκει στους προηγούμενους αιώνες.

Αυτή η πρακτική –ή τεχνική, που ονομάζεται Διάβα (η μετακίνηση με τα πόδια)– η οποία πηγαίνει αιώνες πίσω, είναι η ετήσια αγροτική μετανάστευση των βοσκών και των κοπαδιών τους μεταξύ καλοκαιρινών και χειμερινών βοσκοτόπων και από απομονωμένες ορεινές περιοχές σε θερμότερα πεδινά εδάφη. Μέσα απ’ τον χρόνο και τον τόπο τέτοιες μετακινήσεις βρίσκονταν στον πυρήνα της πολιτιστικής και κοινωνικής σύνθεσης των ορεινών αγροτικών κοινοτήτων, ενώ συνέβαλαν στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του τοπίου των περιοχών όπου λάμβαναν χώρα.

Έχοντας χρησιμοποιηθεί ως επί το πλείστον από τις γηγενείς ομάδες της Ελλάδας, όπως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι, η ποιμενική κτηνοτροφία αποτελούσε την κύρια πρακτική της χώρας μέχρι τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν άρχισαν να εμφανίζονται νέες γεωργικές τεχνολογίες. Πρόσφατα, ανακηρύχθηκε άυλη πολιτισμική κληρονομία της UNESCO.

Σήμερα, πολύ λίγες οικογένειες μετακινούνται με τα πόδια, χωρίς να χρησιμοποιούν κανένα μέσο μεταφοράς, για να κρατήσουν τα κοπάδια τους σε μεγάλα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και ύστερα να τα μεταφέρουν πάνω από 200 χιλιόμετρα για να επιστρέψουν στον χειμερινό προορισμό τους που βρίσκεται στην περιοχή της Θεσσαλίας, στην Κεντρική Ελλάδα. Αυτή δεν είναι μόνο μια παραδοσιακή και πολιτιστική δράση, αλλά και μια οικολογική και φιλική προς το περιβάλλον πρακτική που διατηρεί την ανθρώπινη παρουσία σε μια από τις πιο απομακρυσμένες ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φιναλίστ 2021

Άγγελος Τζωρτζίνης

Ο Άγγελος Τζωρτζίνης είναι documentary photographer. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου τελείωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Δημιουργικής Φωτογραφίας της Leica.

Η δουλειά του Άγγελου έχει αναγνωριστεί με σημαντικά βραβεία όπως Καλύτερος φωτογράφος από το Time Magazine 2015, το Magnum Foundation, UNICEF Photo of the Year 2020, Photos Of The Year, World Press Photo, το βραβείο της Sony, το Visa Pour l’Image μεταξύ άλλων.

Από το 2007 εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας στην Αθήνα.

Παγιδευμένοι στην Ελλάδα

Εργάζομαι πάνω στο μεταναστευτικό τα τελευταία οκτώ χρόνια. Αυτό το project ερευνά την ανθρώπινη και κοινωνική προσαρμοστικότητα. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, που έφυγαν για να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τις χτυπημένες από τη φτώχια πατρίδες τους, αποκλείστηκαν στην Ελλάδα από το κορύφωμα της ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης το 2016. Σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες του Μαρτίου του 2016, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως πρόσφυγες από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, είχαν περάσει στην Ελλάδα από τις αρχές του 2015.

Καθώς τα Βαλκάνια και οι ευρωπαϊκές χώρες βόρεια της Ελλάδας άρχισαν να κλείνουν τα σύνορά τους σε εισερχόμενους μετανάστες, περισσότεροι από 90.000 άνθρωποι έμειναν παγιδευμένοι στην Ελλάδα, σε καταυλισμούς ή στους δρόμους. Το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόρια στο νησί της Λέσβου, στο ανατολικό Αιγαίο, ήταν ο μεγαλύτερος καταυλισμός προσφύγων στην Ευρώπη, έως ότου κάηκε σε πυρκαγιά τον Σεπτέμβριο του 2020. Μέχρι το καλοκαίρι του 2020, περίπου 20.000 άνθρωποι ζούσαν σε ένα στρατόπεδο που χτίστηκε για να φιλοξενήσει 3.000. Οι κάτοικοι παραπονούνταν για τη βροχή, το κρύο, τις ασθένειες, την έλλειψη τροφής και ασφάλειας, τις ανθυγιεινές τουαλέτες και την έλλειψη νερού.

Η πυρκαγιά, που ξέσπασε στις 9 Σεπτεμβρίου, κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς τον καταυλισμό. Η ελληνική κυβέρνηση είπε ότι τις πυρκαγιές τις έβαλαν σκόπιμα μετανάστες που διαμαρτύρονταν επειδή ο καταυλισμός βρισκόταν σε λοκντάουν, λόγω της επιδημίας της COVID-19. Στην κοντινή Σάμο, στο τέλος του 2019, σχεδόν 8.000 πρόσφυγες ζούσαν σε μια πρώην στρατιωτική βάση που είχε χτιστεί για να φιλοξενήσει 650 άτομα. Οι νησιώτες πραγματοποιούσαν τακτικές διαμαρτυρίες, απαιτώντας τη μεταφορά των εγκαταστάσεων στην ηπειρωτική χώρα, και οι κάτοικοι των καταυλισμών διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες διαβίωσης. Οι φωτογραφίες αυτού του project τραβήχτηκαν στη Σάμο και στη Λέσβο, και σε καταυλισμούς προσφύγων σε όλη την Ελλάδα.

Φιναλίστ 2021

Πέτρος Γιαννκούρης

Ο Πέτρος Γιαννακούρης είναι βραβευμένος Έλληνας φωτορεπόρτερ. Είναι φωτογράφος του Associated Press με έδρα την Αθήνα. Εδώ και αρκετά χρόνια καταγράφει την οικονομική κρίση της χώρας του, και μεταξύ άλλων, την εισροή προσφύγων στην Ευρώπη.

Ο Πέτρος γεννήθηκε το 1974 και απέκτησε πτυχίο φωτογραφίας από το College of Applied Photography στην Αθήνα.

Εργάστηκε από το 1995 σε αρκετές εφημερίδες και τοπικά πρακτορεία ειδήσεων, προτού ξεκινήσει τη συνεργασία του με το Associated Press το 2003.

Μόρια, Το Τέλος

Μόρια. Ο καταυλισμός προσφύγων της Μόρια βρισκόταν πάντα σε ένα σημείο λίγο πριν την κρίση. Δημιουργήθηκε το 2013, προτού να λάβει χώρα μια μαζική εισροή μεταναστών πριν από πέντε χρόνια, και είναι η μεγαλύτερη εγκατάσταση για πρόσφυγες στην Ελλάδα. Γρήγορα η χωρητικότητά του εξαντλήθηκε, και ο καταυλισμός επεκτάθηκε στους γύρω ελαιώνες στο νησί της Λέσβου. Με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, τις συχνές διαδηλώσεις και την ένταση με τις τοπικές κοινότητες που είδαν τα υπάρχοντά τους τους να κινδυνεύουν, η Μόρια έγινε σύμβολο του αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αδυνατώντας να διαχειριστεί το ζήτημα της μεταβλητότητας των μεταναστευτικών ροών με μια πολιτική που να είναι αποδεκτή από όλα τα κράτη μέλη της. Η ύπαρξη του καταυλισμού τελείωσε όπως ξεκίνησε, δραματικά: διαδοχικές πυρκαγιές που ξεκίνησαν πριν από την αυγή, στις 9 Σεπτεμβρίου, καταστρέφοντας τον χώρο και αφήνοντας άστεγους τους 12.000 κατοίκους του κατά τη διάρκεια ενός λοκντάουν για την Covid-19. Η Λέσβος αντιμετώπισε και πάλι την ανθρωπιστική κρίση σε μια κλίμακα που δεν είχε δει από το 2015, καθώς οι οικογένειες κοιμόνταν σε εξωτερικούς χώρους, οι περισσότερες πλάι σε έναν αυτοκινητόδρομο κοντά στον κατεστραμμένο καταυλισμό. Γρήγορα ξέσπασαν διαδηλώσεις καθώς πολλοί μετανάστες προσπάθησαν να ταξιδέψουν στην ελληνική ηπειρωτική χώρα και στην Ευρώπη, ενώ οι αρχές φοβούνταν το ενδεχόμενο να χάσουν τον έλεγχο της εξάπλωσης της πανδημίας. Η κρίση τελικά περιορίστηκε με την παράταξη ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων, μια γρήγορη πληρωμή από το ταμείο βοήθειας έκτακτης ανάγκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη χρήση του στρατού για την κατασκευή μιας πόλης από αντίσκηνα, χωρητικότητας 10.000 ατόμων. Η κυβέρνηση λέει πως ό,τι έχει απομείνει στη Μόρια θα κατεδαφιστεί, ενώ οι πρώην κάτοικοί της ετοιμάζονται να περάσουν το χειμώνα σε σκηνές.